ἐξάπτεται

ἐξάπτεται
ἐξάπτω
fasten from
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • αθέρμαντος — και αστος, η, ο (Α ἀθέρμαντος, ον) [θερμαίνω] αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν μπορεί να θερμανθεί αρχ. «ἀθέρμαντος ἐστία» η φράση υπονοεί είτε εστία που δεν θερμάνθηκε, είτε μτφ. οικογένεια που δεν εξάπτεται από φιλονικίες και πάθη …   Dictionary of Greek

  • αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανευρίαστος — η, ο (και ανεύριαστος) ο μη νευριασμένος, εκείνος που δε νευριάζει ή δεν εξάπτεται εύκολα, ήρεμος, απαθής …   Dictionary of Greek

  • εξημμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξάπτω* (II)) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαψης, ο εξοργισμένος 2. αυτός που εύκολα εξάπτεται, ο ευέξαπτος 3. ο γεμάτος έπαρση …   Dictionary of Greek

  • ευέξαπτος — η, ο (ΑΜ εὐέξαπτος, ον) νεοελλ. αυτός που εξάπτεται εύκολα, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος μσν. αρχ. αυτός που παίρνει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος («πᾱν τὸ ὑλικόν... εὐέξαπτον εἶναι», Μ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ απτος (< εξ άπτω), πρβλ. δυσ έξ… …   Dictionary of Greek

  • ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… …   Dictionary of Greek

  • παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …   Dictionary of Greek

  • φωτιά — η, Ν [φως, φωτός] 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ 2. φλόγα 3. πυρκαγιά, εμπρησμός 4. μτφ. μάχη, πόλεμος 5. φρ. α) «βάζω φωτιά» i) πυρπολώ ii) μτφ. προκαλώ καβγά β) «φωτιά που μάς έκαψε» μάς βρήκε μεγάλη συμφορά γ) «βάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”